αγροίκηση

αγροίκηση
και γροίκηση, η (Μ και ἀγροίκησις, γροίκησις, ἐγροίκησις) [ἀγροικῶ και γροικῶ]
1. αντίληψη, νοημοσύνη
2. ακρόαση, άκουσμα, προσοχή, συνεννόηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”